Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ συγκείμενα

См. также в других словарях:

  • συγκειμένα — συγκειμένᾱ , σύγκειμαι lie together perf part mp fem nom/voc/acc dual συγκειμένᾱ , σύγκειμαι lie together perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) συγκειμένᾱ , σύγκειμαι lie together pres part mp fem nom/voc/acc dual συγκειμένᾱ , σύγκειμαι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκειμένᾳ — συγκειμένᾱͅ , σύγκειμαι lie together perf part mp fem dat sg (doric aeolic) συγκειμένᾱͅ , σύγκειμαι lie together pres part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκείμενα — σύγκειμαι lie together perf part mp neut nom/voc/acc pl σύγκειμαι lie together pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκειμένας — συγκειμένᾱς , σύγκειμαι lie together perf part mp fem acc pl συγκειμένᾱς , σύγκειμαι lie together perf part mp fem gen sg (doric aeolic) συγκειμένᾱς , σύγκειμαι lie together pres part mp fem acc pl συγκειμένᾱς , σύγκειμαι lie together pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκειμέναν — συγκειμένᾱν , σύγκειμαι lie together perf part mp fem acc sg (doric aeolic) συγκειμένᾱν , σύγκειμαι lie together pres part mp fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευεπής — εὐεπής, ές (ΑΜ) ο ευφράδης, ο εύγλωττος αρχ. 1. ο μελωδικός, ο εύφωνος («εὐεπὴς φωνή», Ξεν.) 2. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, που εμπνέει ευγλωττία («εὐεπές ὕδωρ») 3. ο εκφρασμένος καλά («οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι»,… …   Dictionary of Greek

  • σύγκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] είμαι σύνθετος από πολλά μέρη, συναποτελούμαι, συνίσταμαι (α. «το συμβούλιο σύγκειται από πέντε μέλη» β. «μέλος ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», Πλάτ. γ. «δέον συγκεῑσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ… …   Dictionary of Greek

  • Κοντός, Ιωνάς — (18ος αι.). Λόγιος μοναχός από το Λιβάδι Θεσσαλίας. Ήταν γνωστός και με την επωνυμία Σπαρμιώτης, καθώς μόνασε στη μονή Σπαρμού. Διετέλεσε μαθητής του Ιωάννη Πεζάρο και δίδαξε στο Λιβάδι, στον Βελβεντό, στη Θεσσαλονίκη και στη Ραψάνη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»